24 Αυγούστου 2016

Αναστοχασμός της έννοιας της ανάπτυξης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΡΔΟΥΜΠΑΣ*
Η έννοια της ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα σημαντική στην κοινωνία μας και χρησιμοποιείται ευρύτατα από τα πολιτικά κόμματα, τους διάφορους πολιτικούς, αλλά και τους ποικίλους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Μέσα από την πρωτόγνωρη οικονομική κρίση που βιώνουμε στην Ελλάδα σήμερα, καθημερινά ακούμε ότι η μοναδική διέξοδος για την επίλυση των οικονομικών μας προβλημάτων αποτελεί η ανάπτυξη. Τι ακριβώς όμως σημαίνει η έννοια της ανάπτυξης για την κοινωνία μας, αλλά και για τις άλλες κοινωνίες;

Στην Αγγλική γλώσσα, στην αντίστοιχη ορολογία, χρησιμοποιούνται οι λέξεις growth (μεγέθυνση, αύξηση) και development (ανάπτυξη). Ο όρος growth και economic growth χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αύξηση των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών σε μια κοινωνία.
Αντίστοιχα ο όρος development χρησιμοποιείται περισσότερο για να εκφράσει το επίπεδο της ευημερίας μιας κοινωνίας.
Ιστορικά η έννοια της προόδου και της ανάπτυξης διαμορφώθηκε στην αρχαία εποχή όταν η Χριστιανική και η Εβραϊκή θρησκεία καθιέρωσαν τη γραμμική αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας θεωρώντας ότι η πορεία της ανθρωπότητας ακολουθεί διαδοχικά στάδια (σε αντίθεση με τις απόψεις των Αρχαίων Ελλήνων που πίστευαν περισσότερο στην κυκλική αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας). Αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, την περίοδο του διαφωτισμού στα τέλη του 18ου αιώνα, καθιερώθηκε η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης σαν την αύξηση του συνολικού πλούτου μιας κοινωνίας ή ενός έθνους.
Η κλασική οικονομική σχολή με πρωτεργάτη τον Adam Smith την ίδια περίοδο συνέδεσε την ανάπτυξη με τη μεγέθυνση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Ετσι στην κλασική οικονομική σχολή η έννοια της ανάπτυξης ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με οικονομικούς δείκτες (αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών) παρά με άλλους δείκτες (π.χ. κοινωνικούς) που σχετίζονται με την ευημερία μιας κοινωνίας.
Μετά τις δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι και άλλοι επιστήμονες άρχισαν να αμφισβητούν το γεγονός ότι η ανάπτυξη μιας κοινωνίας μπορεί να εκφρασθεί μόνο με οικονομικούς δείκτες όπως π.χ. η αύξηση του Α.Ε.Π. μιας χώρας. Σταδιακά γινόταν φανερό αφενός μεν ότι ο πλανήτης δεν είχε επαρκείς φυσικούς πόρους για να στηρίξει τη συνεχή αύξηση της παραγωγής και αφετέρου ότι η ρύπανση του περιβάλλοντος που συνόδευε την αύξηση  της παραγωγής, υποβάθμιζε τη ζωή των πολιτών.
Το 1987 παρουσιάσθηκε η έκθεση του Ο.Η.Ε. (έκθεση της επιτροπής Μπρούτλαντ) που πρότεινε την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης  (Βιώσιμης ανάπτυξης). Η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη που λαμβάνει υπ’ όψη την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα των φυσικών πόρων. Θεωρεί ότι είναι επιτρεπτό και ηθικό οι κοινωνίες μας να επιδιώξουν την επίτευξη της ευημερίας τους χωρίς όμως να υπονομεύουν τη δυνατότητα των επόμενων γενεών να ευημερήσουν και αυτές (καταστρέφοντας το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους). Στο πλαίσιο, λοιπόν, της αειφόρου ανάπτυξης δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή της ρύπανσης του περιβάλλοντος και στην υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (ιδιαίτερα των εξαντλήσιμων). Θεωρείται ότι ο ρυθμός χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον ρυθμό με τον οποίο αυτοί ανανεώνονται στη φύση, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει την ελαχιστοποίηση της χρήσης εξαντλήσιμων φυσικών πόρων και την αντικατάστασή τους με ανανεώσιμους.
Αργότερα στα τέλη του 20ου αιώνα, ο Ο.Η.Ε. καθιέρωσε την έννοια της ανθρώπινης Ανάπτυξης.
Θεωρώντας ότι η ευημερία μιας κοινωνίας δεν βασίζεται μόνο στον πλούτο της, όπως εκφράζεται από το Ακαθάριστο Εθνικό προϊόν της, αλλά και σε παράγοντες που σχετίζονται με τη μόρφωση, την υγεία, τη μακροβιότητα και την ύπαρξη ευκαιριών και ισότητας μεταξύ των μελών της, συνεκτίμησε μαζί με τους οικονομικούς παράγοντες και τους κοινωνικούς για να καταλήξει σε έναν δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας. Συνεπώς ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξη μιας χώρας συνεκτιμά πολλούς παράγοντες, εκτός από τον οικονομικό πλούτο, στους οποίους βασίζεται σήμερα η ευημερία μιας κοινωνίας.
Την περίοδο 2007 – 2011 η Ελλάδα καταλαμβάνει στην παγκόσμια κατάταξη των κρατών ανάλογα με την ανθρώπινη ανάπτυξη τους θέσεις μεταξύ 22ας και 29ης, σε σύνολο περισσότερων από 180 κράτη. Όπως είναι προφανές η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει επιδεινώσει τη θέση της χώρας μας ως προς τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης και έτσι το 2011 καταλαμβάνει την 29η θέση.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ευρύτατα και η έννοια της πράσινης ανάπτυξης, η οποία είναι παρεμφερής με την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης και βασίζεται στην άποψη ότι η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να σέβεται και να μην υποβαθμίζει το περιβάλλον καθώς δεν νοείται αναπτυγμένη κοινωνία με κατεστραμμένο περιβάλλον και υποβαθμισμένα οικοσυστήματα.
Στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ανάπτυξη βασιζόταν στον κρατικό σχεδιασμό και την κρατική ιδιοκτησία. Η οικονομική μεγέθυνση βασιζόταν στην υλοποίηση πενταετών σχεδίων – πλάνων  τα οποία διαμορφωνόταν κεντρικά. Οι χώρες αυτές έδιναν περισσότερη σημασία στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και λιγότερο στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων. Ταυτόχρονα εξασφάλιζαν στον πληθυσμό: α) Απασχόληση, β) Υγειονομική περίθαλψη και γ) Πρόσβαση στην εκπαίδευση. Το παραγόμενο οικονομικό πλεόνασμα (το αντίστοιχο του κέρδους στην καπιταλιστική οικονομία) επενδυόταν στη βαριά βιομηχανία, σε έργα υποδομής και σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς σύμφωνα πάντα με κεντρικούς σχεδιασμούς.
Το προαναφερθέν μοντέλο ανάπτυξης των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού εξασφάλισε για ορισμένες χρονικές περιόδους γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, ενώ σε άλλες οικονομικές περιόδους οδήγησε στην οικονομική στασιμότητα και τελικά στην κατάρρευσή του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία θεωρεί ότι μέχρι το έτος 2020 η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι έξυπνη, αειφορική και δεν θα πρέπει να αποκλείεται κανείς από τα οφέλη που θα προκύπτουν. Πιστεύει ότι τα κύρια χαρακτηριστικά των Ευρωπαϊκών κοινωνιών μέχρι το έτος 2020 θα πρέπει να είναι η σταθερότητα και η ανάπτυξη τους για την επίτευξη κοινωνικής ευημερίας. Θεωρεί ότι στο πλαίσιο της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης που πραγματοποιείται σήμερα, παρατηρείται τεχνολογική ανάπτυξη σε πληθώρα τομέων, ενώ επιτυγχάνεται αειφορική διαχείριση των όλο και σπανιότερων εξαντλήσιμων φυσικών πόρων.
Στον αντίποδα της ανάπτυξης συναντάμε τα τελευταία χρόνια μια νέα έννοια που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία των κοινωνιών και προσδιορίζεται σαν απο-ανάπτυξη. 
Η απο-ανάπτυξη αναφέρεται στην ανάγκη αποσύνδεσης του στόχου της κοινωνικής ευημερίας από τον στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης όπως εκφράζεται με την αύξηση του Α.Ε.Π. Οι οπαδοί αυτής της θεώρησης πιστεύουν ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα χωρίς να χρειάζεται να παράγουμε και να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο. Για λόγους αποφυγής μελλοντικών οικολογικών καταστροφών, αποδέχονται τη σμίκρυνση της οικονομίας με την ελάττωση της συνολικής παραγωγής και της κατανάλωσης.
Πιστεύουν ότι εάν γίνει σωστή διαχείριση της απο-ανάπτυξης δεν θα υπάρξει αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής μας. Οι οπαδοί της θεώρησης αυτής πιστεύουν ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε πολύ καλύτερα με πολύ λιγότερα.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση αποδεικνύει ότι είναι δύσκολο να συνεχίσουμε να ζούμε καταναλώνοντας συνεχώς περισσότερα.  Ο κόσμος δεν πιστεύει πια ότι τα παιδιά και τα εγγόνια του θα ζήσουν καλύτερα στο μέλλον. Οι νέοι αισθάνονται απογοητευμένοι καθώς διαπιστώνουν ότι σπουδάζουν τόσα χρόνια για να αμείβονται με 700 ευρώ. Ίσως πιστεύουν ότι αποτελούν μια χαμένη γενιά δημιούργημα της κοινωνίας της αφθονίας. Οι οπαδοί της θεωρίας αυτής, πιστεύουν ότι η απο-ανάπτυξη διαρθρώνεται σε 3 μορφές:
α) Ατομικά ζώντας με εθελούσια απλότητα και τηρώντας τις αξίες της.
β) Κοινωνικά με την οργάνωση συλλογικών δράσεων και συνεργατικών – συνεταιριστικών πρωτοβουλιών και τέλος
γ) Πολιτικά με την οργάνωση πολιτικού φορέα με στόχο την προώθηση της απο-ανάπτυξης.
Οι σύγχρονες απόψεις για τη διεθνή ανάπτυξη αποδέχονται ότι η ανθρωπότητα είναι αντιμέτωπη με σύνθετες προκλήσεις, οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε διάφορες ενότητες, οι οποίες ενδεικτικά είναι:
α) Η πρόκληση του περιβάλλοντος και της επάρκειας των φυσικών πόρων που σχετίζονται με τις κλιματικές αλλαγές την κορύφωση της παραγωγής πετρελαίου, την ισορροπία και τη διατήρηση των διάφορων οικοσυστημάτων και των υδάτινων πόρων. Θεωρείται ότι ριζικές και γρήγορες αλλαγές είναι απαραίτητες για την αποτροπή οικολογικών καταστροφών.
β) Η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης που σχετίζεται με τις δημογραφικές αλλαγές, την κατανομή του πλούτου, την μετανάστευση, την απασχόληση και το χρηματοοικονομικό σύστημα.
γ) Η πρόκληση της διεθνούς ανάπτυξης που σχετίζεται με τη φτώχεια, την παραγωγή τροφίμων, τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, την υγεία και την απασχόληση.
δ) Η πρόκληση των κοινωνικών μετασχηματισμών που σχετίζεται με τις κοινωνικές αλλαγές, την ισότητα των φύλλων, τη θρησκεία, την παράδοση και την κουλτούρα.
ε) Η πρόκληση της διατήρησης της Ειρήνης, της ασφάλειας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της καλής διακυβέρνησης.
Σήμερα είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η μελλοντική ευημερία της ανθρωπότητας βασίζεται περισσότερο στις απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτές τις προκλήσεις και όχι στην αύξηση του ακαθάριστου Εθνικού προϊόντος διαφόρων κρατών και στην οικονομική μεγέθυνσή τους. Ισως σήμερα για πρώτη φορά τα τελευταία 200 χρόνια η προοπτική της μελλοντικής ευημερίας της ανθρωπότητας είναι αλληλένδετη με την επίλυση πρωτόγνωρων και δύσκολων προβλημάτων σε σχέση με το παρελθόν.

• Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει Ενεργειακή και Περιβαλλοντική Τεχνολογία στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Χανιώτικα Νέα 



ΣΧΕΤΙΚΑ








http://www.footprintnetwork.org/en/index.php/GFN/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως