7 Ιανουαρίου 2018

“Πότε θα κάνει ξαστεριά ” ενάντια στους Αρχοντορωµαίους.

*Σύμφωνα με το θρύλο ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας έστειλε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη δώδεκα πρίγκιπες, δώδεκα άρχοντες δηλαδή της πόλης της Κωνσταντινούπολης και μαζί με αυτούς μετεγκαταστάθηκαν στο νησί και οι οικογένειες τους. Το νησί, συνεχίζοντας με το θρύλο, τότε διαιρέθηκε σε δώδεκα τμήματα καθώς ένα έλαβε κάθε μια από τις οικογένειες. Ο Θρύλος μας λέει ότι αυτοί οι Πρίγκιπες έφεραν μαζί τους μια αίγλη και ένα κύρος που άρμοζε στην ρωμαϊκή αυλή της παγκόσμιας πρωτεύουσας της εποχής Κωνσταντινούπολης και επιπλέον ότι επανέφεραν πλήρως τον χριστιανισμό στο νησί , ο πληθυσμός του οποίου και η θρησκεία του συγκεκριμένου πληθυσμού είχε αλλοιωθεί ύστερα από την μακροχρόνια αραβική κυριαρχία. Ακόμα αναφέρονται και οι περιοχές τις οποίες έλαβε η κάθε οικογένεια και μια περιγραφή της κάθε αρχοντικής οικογενείας.
Τα ονόματα των κεφαλών των αρχοντικών οικογενειών των Δώδεκα Αρχοντόπουλων είναι τα εξής : Ιωάννης Φωκάς (το όνομα της οικογένειας άλλαξε κατά την εποχή της Ενετοκρατίας σε Καλλέργη)Μαρίνος Σκορδίλης, ανιψιός του αυτοκράτορα, Φίλιππος Γαβαλάς, Θωμάς Αρχολέος, Ευστάθιος Χορτάτζης, Λέων ΜουσούροςΚωνσταντίνος Βαρούχας, Ανδρέας Μελισσηνός, Λουκάς Λίθινος, Νικηφόρος Αργυρόπουλος, Δημήτριος Βλαστός και Ματθαίος Καφάτος. Όλοι τους ήσαν αρχηγοί οικογενειών που σύμφωνα με το Θρύλο είχαν μέχρι και 8 αρσενικά μέλη.
…Ένα έγγραφο το οποίο υπογράφεται από τον «Αλέξιο Κομνηνό Πορφυρογέννητο» αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας έστειλε μια αρμάδα με πάνω από εκατό πλοία στην Κρήτη που τότε είχε επαναστατήσει και απειλούσε τους κάτοικους με καταστροφή του νησιού αν δεν δήλωναν υποτέλεια στον ρωμαϊκό θρόνο , στον γιο του αυτοκράτορα , Ισαάκιο , και τους δώδεκα άρχοντες που ηγούνταν του στόλου….
“ΠOΤΕ ΘΑ ΚAΝΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ” 
Το ριζίτικο τραγούδι της λευτεριάς των Ελλήνων 
Του ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ Θ. ΑΝ∆ΡΕΟΥ

∆εν πρέπει να υπάρχει,νοµίζω, άλλο µέρος του κόσµου, που να διατήρησε µε σεβασµό, αγάπη, στοργή και πείσµα, την παράδοση, το φρόνηµα και το λαϊκό πολιτισµό, όσο η Κρήτη. Θα ήταν, εποµένως, άτοπο και παράδοξο για ένα λαό, που διατήρησε ανέπαφο και ατόφιο τον πολιτισµό του, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιµα, το φρόνηµα και την εθνική συνείδηση, να µη κάνει το ίδιο και µε το τραγούδι.
Οι Κρήτες, λοιπόν, διατήρησαν, σχεδόν λατρευτικά, τα τραγούδια τους, τον ήχο της πολύπαθης ιστορίας τους και τα κράτησαν γνήσια και αµόλευτα από το συρµό του άφρενου και ευτελούς νεωτερισµού. Τα ριζίτικα, πανάρχαια τραγούδια της δυτικής Κρήτης, έχουν τις ρίζες στον Ακριτικό Κύκλο και φθάνουν οπωσδήποτε στον δέκατο µετά Χριστόν αιώνα, αν όχι και παλαιότερα. Η περιφέρεια των Σφακιών και των Ριζών διατήρησε όσο κανένα άλλο µέρος της Ελλάδας το δωρικό τύπο ανθρώπου, ακέραιο και αναλλοίωτη τη λακωνική παρουσία1. Ένα χαρακτηριστικό ριζίτικο τραγούδι µε σκοπό και περιεχόµενο επαναστατικό, σε ρυθµό εµβατηρίου, που από χρόνια πέρασε τα όρια της Κρήτης και έγινε πανελλήνιο, είναι το «πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει». Το τραγούδι αυτό φλογούσε τις καρδιές των Κρητών στα χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας, στην εποχή της σκλαβιάς στους Τούρκους2, εξέφραζε µε τον καλύτερο τρόπο τους αγώνες των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση, συντρόφευε τους µαχητές του Αρκαδίου στα 1866 και τους επαναστάτες του Θερίσου στα 1905, τα στρατιωτικά τµήµατα των Κρητών στους εθνικούς αγώνες των ετών 1912-1922 και στον πόλεµο του 1940. Τραγουδήθηκε από τους διαδηλωτές στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού, αντιαποικιοκρατικού αγώνα του κυπριακού λαού (1955- 1959) και από τους εξεγεµένους σπουδαστές στα ανελεύθερα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974). Τραγουδήθηκε,τέλος, µε την απαράµιλλη και αξεπέραστη φωνή του αλησµόνητου Νίκου Ξυλούρη στα σκαλιά του Πολυτεχνείου, στην εξέ- γερση του Νοέµβρη του 1973 κατά του φασιστικού καθεστώτος.

Πότε θα κάµει ξαστεριά, 
πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι µου 
την όµορφη πατρώνα
να κατεβώ στον Οµαλό, 
στην στράτα των Μουσούρω,
να κάµω µάνες δίχως γιούς, 
γυναίκες δίχως άντρες
να κάµω και µωρά παιδιά 
να κλαιν δίχως µανάδες,
(ή) να κάµω και µωρά παιδιά 
µαύρα σκοτεινιασµένα.
να κλαιν τη νύχτα για νερό 
και το πρωί για γάλα.

Με το τραγούδι αυτό έχουν ασχοληθεί πολλοί, όσοι δηλαδή µελέτησαν το λαογραφικό υλικό της Κρήτης. Εξ αυτών, απ’ όσο γνωρίζω, ο Αριστ. Κριάρης 3, ο Σ. Κελαϊδής και ο Ι. Παπαγρηγοράκης 4 τοποθετούν τη δηµιουργία του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και οι ιστορικοί Ψιλάκης5 και Μουρέλλος6 δίνουν στο τραγούδι χαρακτήρα γενικό, το ερµηνεύουν δηλαδή ως προϊόν του πόθου του σκλάβου, που θέλει να πάρει τα όπλα να πολεµήσει τον τύραννο. Θεωρώ, όµως, ότι πληρέστερη είναι η ιστορική και ερµηνευτική προσέγγιση του τραγου- διού που έκανε ο Ν. Καβρουλάκης 7, ο οποίος διατυπώνει τη γνώµη ότι οι ρίζες του τραγουδιού αυτού βρίσκονται στη βυζαντινή εποχή και οπωσδήποτε στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Εί- ναι σχεδόν βέβαιο ότι το τραγούδι αυτό είναι µετατροπή και προσαρµογή µεταγενέστερη άλλου, πολύ παλαιότερου τραγουδιού:

Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί 
και νάπιανα κοντάρι  
να πρόβαινα στον Οµαλό 
στη στράτα τω Μουσούρω,
να σύρω τ’ αργυρό σπαθί 
και το χρυσό κοντάρι
να κάµω µάνες δίχως γιούς, 
γυναίκες δίχως άντρες.

Οι αναφορές στο κοντάρι παραπέµπουν αναµφίβολα ευθέως στον Ακριτικό Κύκλο, στον οποίο απαντάται συχνά ο στίχος αυτός:
« να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι».
 Οι Μουσούροι είναι από τις πιο παλαιές αριστοκρατικές και αρχοντικές οικογένειες της Κρήτης και πήγαν εκεί από το Βυζάντιο, µετά την άλωση της Πόλης. Βρίσκουµε αναφορές γι’ αυτούς σε πολλές πηγές.8 Αυτοί οι Μουσούροι και άλλες πανίσχυρες οικογένειες Αρχοντορωµαίων (Σγουράφοι, Πάτεροι, Καντανολέοι) κατατυραννούσαν τον απλό λαό, κατά τρόπο θρασύ και άδικο και δηµιουργούσαν σε βάρος του αφόρητη κατάσταση, χειρότερη απ’ αυτή των Ενετών κατακτητών, των οποίων ήταν το µόνιµο πρόβληµα. Τα ίδια τα ριζίτικα τραγούδια, εκτός από τις ιστορικές πηγές, αναφέρονται και στα εγκλήµατα των Αρχοντοµουσούρων:
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά,
 όσα στε των αρµάτω
πιάστε τα και γλακήσετε
 στον Οµαλό να πάµε
κι έκαµαν πάλι φονικό
 οι γι αρχοντοµουσούροι.
Το Γιάνναρη σκοτώσασι,
το νιό τον παινεµένο.

Νικόλα, τ’ αντροκάλεσµα
 άφης το µην το κάνης
κι ακόµα ζωντανοί ’µεστα,
κι ακόµα γης παθιούµε
κι ακόµα τα δοξάρια µας
κι εκείνα ζωντανά ‘νιε.

 Φωνήν και κλάηµαν άκουσα
 στ’ Ορθούνι και στσι Λάκκους.
Το Γιάνναρη σκοτώσανε,
χαηµός στο παλικάρι.
∆εν πάει µπλιο στον Οµαλό
 στα ρηµοκούραδάν του
 να βρη τσι συζευτάδες του
 να ιδή και τσι βοσκούς του,
 να τωνε δείξη χειµαδιό
 και τόπους ιδικούς του.

Ο Κρητικός λαός σατίριζε τους Αρχοντορωµαίους µε ειρωνικό τρόπο όταν ανέλαβαν την προσωρινή εξουσία της επανάστασης του 1570 (Χρονικό Τριβάν):
Ποιος είδε κοντή σύντυχο
Κανδάνολε Ρετούτη
και Πατερό γραµµατικό
Παραλλαγή δηµοσιεύει ο Γ. Φίνλεϋ :
Ποιος είδε κόντε σίνδικο
Γκαντανολέο ρετούρη
και Πατερό γραµµατικό
Μουσούρο πρωτοστάτορα.
Σήµερα «στράτα των Μουσούρων» είναι ο δρόµος που οδηγεί από το χωριό Λάκκους στον Οµαλό. Στα χρόνια που έγινε το τραγούδι, οικο γένειες Μουσούρων ζούσαν στον Οµαλό για λόγους ασφαλείας. Εποµένως, είναι αναµφίβολο ότι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής µετουσίωσαν το παράπονο, την οργή, το µίσος και την εκδικητική µανία τους κατά των Ενετών και των Μουσούρων (και άλλων Αρχοντορωµαίων) στο τραγούδι «Χριστέ να ζώνουµουν σπαθί…» το οποίο µεταµορφωθήκαε αργότερα στο υπέροχο τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά...» που τόσο αρέσει σε όλους τους Έλληνες και ιδίως τους νέους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Βλ. την άποψη του Ενετού προβλεπτή Benetto Morro για τους Σφακιανούς, το έτος 1584, στο βιβλίο του Στεργίου Σπανάκη «Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας» και τη γνώµη του Hoeck, που τους αποκαλεί γνήσιους απόγονους των ∆ωριέων.
2.Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κάστρο (Χάνδακα) στα 1669 µ.Χ.. «Κάστρο και πού’ ν ‘ οι πύργοι σου και τα καµπαναργιά σου και πού’ ν ‘ οι γι αντρειωµένοι σου, τα όµορφα παλικάρια ;…»
 3. Βλ. Αριστ. Κριάρη : «Κρητικά άσµατα».
4. Βλ. Ι. Παπαγρηγοράκη : «Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια».
5. Βλ. Β. Ψιλάκη : « Ιστορία της Κρήτης µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων».
6. Βλ. Μουρέλλου : « Ιστορία της Κρήτης».
7. Ν. Καβρουλάκη : « Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών», Εκ- δόσεις Π. Ράνου, Αθήναι, 1967, 82-89, του ιδίου : « Η λογοτεχνία στην υποκειµενική και αντικειµενική θεώρησή της», σελ 72.

8. Βλ. Γ. Σήφακα : «Το χρυσόβουλο Αλεξίου Κοµνηνού» ( Κρητικά Χρονικά Β, σελ. 129 ), Μ. ∆έφνερ : «Οδοιπορικαί εντυπώσεις από τη ∆υτική Κρήτη, Νικ. Ζουδιανού : «Ιστορία της Κρήτης επί Ενετοκρατίας», σελ. 65, Σ. Σπανάκη : «Μνηµεία της Κρητικής ιστορίας», σελ. 27, ιδίου : «∆ύο αναφορές τω Σφακιανών προς τους Βενετούς προβλεπτές» (Κρητ. Χρονικά, τόµ. Α, σελ. 431-444)

ΠΗΓΗ
Του ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ Θ. ΑΝ∆ΡΕΟΥ
Αναδημοσίευση απο ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΛΟΓΟΥ
Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2006 • τεύχος 6ο • 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως